μαντίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαντίλα | οι | μαντίλες |
γενική | της | μαντίλας | των | μαντιλών |
αιτιατική | τη | μαντίλα | τις | μαντίλες |
κλητική | μαντίλα | μαντίλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαντίλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαντίλα . μαντήλα < μαντίλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /manˈdi.la/ & /maˈdi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ντί‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντίλα θηλυκό
- (ενδυμασία) τριγωνικού ή άλλου σχήματος μεγάλο μαντίλι για να καλύπτει η γυναίκα το κεφάλι και το λαιμό της
- (ισλαμισμός) η ισλαμική μαντίλα που επιβάλλεται στις γυναίκες να φορούν για θρησκευτικούς λόγους
- το πετσί που κρέμεται από το λαιμό του βοδιού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μαυρομαντίλα
- ψωμομαντίλα
- → και δείτε τη λέξη μαντίλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαντίλα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μαντίλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντίλα θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- μαντιλ- - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Ισλαμισμός (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)