πορνείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πορνείο | τα | πορνεία |
γενική | του | πορνείου | των | πορνείων |
αιτιατική | το | πορνείο | τα | πορνεία |
κλητική | πορνείο | πορνεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορνείο < αρχαία ελληνική πορνεῖον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορνείο ουδέτερο
- το οίκημα όπου εκπορνεύονται οι πόρνες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πορνείο
|