maison close
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mɛ.zɔ̃ kloz/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
maison close | maisons closes |
maison close (fr) θηλυκό
- ο οίκος ανοχής, το πορνείο