pouf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
pouf (fr)
- επιφώνημα που εκφράζει έναν υπόκωφο θόρυβο πτώσης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pouf (fr) αρσενικό
- χαμηλό κάθισμα, χοντρό μαξιλάρι που τοποθετείται στο πάτωμα, πουφ
- → δείτε τη λέξη escabeau
- (παρωχημένο) τρόπος με τον οποίο μια φούστα ή ένα φόρεμα μαζευόταν από το πίσω μέρος της/του
- το χρέος