επιφώνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιφώνημα < ελληνιστική ἐπιφώνημα < ἐπιφωνέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιφώνημα ουδέτερο
- (γραμματική) άκλιτη λέξη που φανερώνει αβεβαιότητα, αηδία, απορία, άρνηση, ειρωνεία, έπαινο, ευχή, θαυμασμό, κάλεσμα, λύπη, παρακίνηση, περίπαιγμα, πόνο, στενοχώρια, κλπ.
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- επιφωνηματική έκφραση : κάθε λέξη ή έκφραση που χρησιμοποιείται σαν επιφώνημα
- Μπορεί να είναι ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα, επίρρημα ή και (σύντομη) φράση.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιφώνημα