bordel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bordel < φραγγική borda

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bordel (fr) αρσενικό

  1. το μπορντέλο, το μπουρδέλο, ο οίκος ανοχής, το πορνείο, το χαμαιτυπείο
     συνώνυμα: boxon, lupanar, maison close
  2. (μεταφορικά, οικείο) η ακαταστασία
    Mais quel bordel dans cette chambre ! - Μα τί ακαταστασία έχει αυτό το δωμάτιο !
    Il a mis le bordel dans sa chambre. - Τα έκανε όλα άνω κάτω στο δωμάτιό του.
    Range ton bordel ! - Συμμάζεψε τα πράγματά σου !
    Quel bordel ! - Τι ακαταστασία! (λέγεται επίσης για πολύπλοκες, μπερδεμένες καταστάσεις, για μποτιλιαρίσματα, κ.α.)
     συνώνυμα: foutoir, pagaille
  3. (λέγεται σαν βρισιά) γαμώ το
    Bordel ! - Bordel de merde !
  4. η φασαρία, η βαβούρα, ο θόρυβος
    Ils ont fait du bordel pendant tout le cours. - Έκαναν φασαρία κατά τη διάρκεια όλου του μαθήματος.

Συγγενικά[επεξεργασία]



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bordel (pt)