pagaille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pagaille | pagailles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pagaille (fr) θηλυκό
- η ανακατωσούρα, η σύγχυση, το μπάχαλο, ο χαμός, η αναστάτωση
ενικός | πληθυντικός |
pagaille | pagailles |
pagaille (fr) θηλυκό