pelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pelle | pelles |
pelle (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- prendre une pelle, ramasser une pelle: πέφτω και χτυπώ· αποτυγχάνω
- rouler une pelle à quelqu'un: φιλώ κάποιον με τη γλώσσα
- se faire rouler une pelle: φιλιέμαι από κάποιον με τη γλώσσα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pelle (it)