Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακαταστασία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαταστασία οι ακαταστασίες
      γενική της ακαταστασίας των ακαταστασιών
    αιτιατική την ακαταστασία τις ακαταστασίες
     κλητική ακαταστασία ακαταστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακαταστασία < (ελληνιστική κοινή) ἀκαταστασία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακαταστασία θηλυκό

  • η έλλειψη τάξης, ακανόνιστες ενέργειες, η έλλειψη ρυθμού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]