θόρυβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θόρυβος | οι | θόρυβοι |
γενική | του | θορύβου & θόρυβου |
των | θορύβων |
αιτιατική | τον | θόρυβο | τους | θορύβους |
κλητική | θόρυβε | θόρυβοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θόρυβος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θόρυβος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθo.ɾi.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θό‐ρυ‐βος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θόρυβος αρσενικό
- δυνατός, ανεπιθύμητος ή ενοχλητικός ήχος
- οποιοσδήποτε αντιληπτός ήχος
- ↪ άρχισε πρόσφατα ο σκληρός δίσκος να κάνει περίεργο θόρυβο
- δεδομένα που παρεμποδίζουν τη λήψη σήματος ή πληροφοριών
- ↪ ο λόγος σήματος προς θορύβου σε αυτή τη συζήτηση πλησιάζει το μηδέν
- ↪ βροχοδίνη, τυχαίοι (θορυβικοί) πληροφοριακοί κόμβοι που συνεχώς μεταβάλλονται
- (μεταφορικά) εκτεταμένη συζήτηση για κάποιο πρόσωπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
θορυβ-
θορυβ-
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θόρυβος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
θορυβ-
θορυβ-
- θορυβοποιέω
- θορυβοποιός
- ...
- Λέξεις θορυβ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές[επεξεργασία]
- θόρυβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θόρυβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)