ντόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντόρος | οι | ντόροι |
γενική | του | ντόρου | των | ντόρων |
αιτιατική | τον | ντόρο | τους | ντόρους |
κλητική | ντόρε | ντόροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντόρος ίσως αρχ. επίθ. τορός με διαπεραστική φωνή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντόρος αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάνω ντόρο: δημιουργώ μεγάλη εντύπωση στο κοινό, γίνομαι αιτία για συζητήσεις