Μετάβαση στο περιεχόμενο

tapage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
tapage tapages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tapage (fr) αρσενικό

  1. ο θόρυβος, η φασαρία
  2. η έντονη παράθεση χρωμάτων που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους

Συγγενικά

[επεξεργασία]