chahut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
chahut chahuts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chahut (fr) θηλυκό

  1. θορυβώδης λαϊκός χορός κατά τα έτη 1830 έως 1850
  2. η φασαρία, ο θόρυβος, η καζούρα
  3. (ειδικότερα) θόρυβος από μαθητές ή φοιτητές εναντίον ενός καθηγητή