κόμπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κομπός, κόμβος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόμπος οι κόμποι
      γενική του κόμπου των κόμπων
    αιτιατική τον κόμπο τους κόμπους
     κλητική κόμπε κόμποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόμπος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κόμπος < ελληνιστική κοινή κόμβος (ταινία, αγκράφα) (προφορά /ˈkombos/) [1] Δε σχετίζεται ετυμολογικά το αρχαίο κόμπος (με την ίδια προφορά /ˈkombos/).
είδος κόμπου
κόμπος γραβάτας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkom.bos/ και σε γρήγορο λόγο /ˈko.bos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐μπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόμπος αρσενικό

  1. το σημείο όπου διασταυρώνονται δύο τμήματα του ίδιου ή δύο διαφορετικών σχοινιών (ή άλλων νημάτων) και προκαλείται εξόγκωμα το οποίο σφίγγει αν τραβήξουμε τα δύο διαφορετικά τμήματα
     συνώνυμα: → δείτε και τη λέξη κόμβος
  2. εξόγκωμα που μοιάζει με κόμπο
     συνώνυμα: → δείτε και τη λέξη ρόζος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Διαφορετικής ετυμολογίας: → δείτε κομπάζω, κομπασμός και κομπορρήμονας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόμπος οἱ κόμποι
      γενική τοῦ κόμπου τῶν κόμπων
      δοτική τῷ κόμπ τοῖς κόμποις
    αιτιατική τὸν κόμπον τοὺς κόμπους
     κλητική ! κόμπε κόμποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόμπω
γεν-δοτ τοῖν  κόμποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόμπος: ηχομιμητική λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Παραβάλετε με το βόμβος.[1] Δε σχετίζεται με το ομόηχό του (/ˈkombos/) ελληνιστκό κόμβος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόμπος, -ου αρσενικό

  1. (αρχική σημασία) θόρυβος, χτύπος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 417 (στίχοι 417-418)
    ἀμφὶ δέ τ᾽ ἀΐσσονται, ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων | γίγνεται, οἱ δὲ μένουσιν ἄφαρ δεινόν περ ἐόντα,
    εκείνοι ορμούν επάνω του να τον δεχθούν, αν κι είναι | τρομακτικός και του κροτούν τα δόντι᾽ από την λύσσαν·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 149 (στίχοι 149-150)
    ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων | γίγνεται εἰς ὅ κέ τίς τε βαλὼν ἐκ θυμὸν ἕληται·
    και κροτούν τα δόντια των θηρίων, | ωσότου κάποιος την ζωήν μ᾽ ακόντι να τους πάρει.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. κουδούνισμα μετάλλου
  3. χτύπος των ποδιών ενός χορευτή
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 380 (στίχοι 378-380)
    ὀρχείσθην δὴ ἔπειτα ποτὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ | ταρφέ᾽ ἀμειβομένω· κοῦροι δ᾽ ἐπελήκεον ἄλλοι | ἑσταότες κατ᾽ ἀγῶνα, πολὺς δ᾽ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει.
    άρχισαν τότε οι δυο τους τον χορό, τη γη πατώντας | που μας τρέφει τους ανθρώπους, αντικριστά και συναλλάσσοντας απανωτά λυγίσματα· ενώ στο πλάι οι άλλοι, παλληκαράκια ακόμη, | μέσα στον ίδιο κυκλικό χορό στημένα, φώναζαν και χτυπούσαν παλαμάκια. Κι αντιλαλούσε ο τόπος απ᾽ το μεγάλο βουητό.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  4. (μεταφορικά) καύχηση, κομπορρημοσύνη, κομπασμός
    ※  6ος/5ος αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 425
    κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖ,
    η έπαρσή [του] δεν έχει μέτρο ανθρώπινο·
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    και τον κομπασμό [του] δεν μπορεί να τον διανοηθεί άνθρωπος
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
    ※  5ος αιώνας Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 627 (626-627)
    τὰ δ᾽ οὐδέν, ἄλλως φροντίδων βουλεύματα | γλώσσης τε κόμποι.
    Όλα τούτα είναι τίποτα· δείχνουνε μόνο | ξεπαρμένο μυαλό και καυχησιά της γλώσσας.
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
    ※  4oς↑ αιώνας Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 237
    ἀφελὼν τὴν ἀλαζονείαν καὶ τὸν κόμπον τοῦ ψηφίσματος ἅψαι τῶν ἔργων, ἐπίδειξον ἡμῖν ὅ τι λέγεις.
    αφαίρεσε τον στόμφο και την κομπορρημοσύνη από το ψήφισμα, πιάσε τα έργα και δείξε μας τι εννοείς.
    Μετάφραση (2012): Α. Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr
  5. (στη ρητορική) πομπώδες ύφος
  6. (σπάνια, με θετική σημασία) έπαινος, εγκώμιο
  7. (στον πληθ.) (οἱ κόμβοι) οι γόμφοι

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
κομπ- 

παράγωγα και σύνθετα:

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. κομπάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]