βόμβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βόμβος | οι | βόμβοι |
γενική | του | βόμβου | των | βόμβων |
αιτιατική | τον | βόμβο | τους | βόμβους |
κλητική | βόμβε | βόμβοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βόμβος < (λόγιο) αρχαία ελληνική βόμβος, ηχομιμητική λέξη που προφερόταν /ˈbombos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόμβος αρσενικό
- (ακουστική) συνεχής θόρυβος χαμηλής συχνότητας και μικρής ή μεσαίας έντασης, παρόμοιος με αυτόν που παράγεται από το πέταγμα εντόμων
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βόμβος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βόμβος < ηχομιμητική λέξη με προφορά /ˈbombos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόμβος αρσενικό
[επεξεργασία]
Απόγονοι[επεξεργασία]
βόμβος (αρχαία ελληνικά)
Πηγές[επεξεργασία]
- βόμβος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «βόμβος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ακουστική (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)