bomb
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| bomb | bombs |
bomb (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | bomb |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | bombs |
| αόριστος | bombed |
| παθητική μετοχή | bombed |
| ενεργητική μετοχή | bombing |
bomb (en)
- (μεταβατικό) βομβαρδίζω, ρίχνω βόμβες
London was bombed day and night.
- Το Λονδίνο βομβαρδιζόταν μέρα και νύχτα.