bomb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bomb | bombs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bomb (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | bomb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bombs |
αόριστος | bombed |
παθητική μετοχή | bombed |
ενεργητική μετοχή | bombing |
bomb (en)