βόμβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βόμβα | οι | βόμβες |
γενική | της | βόμβας | των | βομβών |
αιτιατική | τη | βόμβα | τις | βόμβες |
κλητική | βόμβα | βόμβες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βόμβα < μπόμπα με λόγια υπερδιόρθωση < ιταλική bomba και δείτε μπόμπα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόμβα θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) συσκευή γεμάτη εκρηκτικά, χρησιμοποιούμενη για την καταστροφή πραγμάτων
- (μεταφορικά) καταστροφή, ξαφνική αποκάλυψη σκανδάλου με μεγάλες επιπτώσεις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ατομική βόμβα, πυρηνική βόμβα
- θερμοπυρηνική βόμβα