βόμβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βόμβα | οι | βόμβες |
γενική | της | βόμβας | των | βομβών |
αιτιατική | τη | βόμβα | τις | βόμβες |
κλητική | βόμβα | βόμβες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvoɱ.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βόμ‐βα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόμβα θηλυκό
- (οπλισμός) συσκευή γεμάτη εκρηκτικά, χρησιμοποιούμενη για την καταστροφή πραγμάτων
- (μεταφορικά) καταστροφή, ξαφνική αποκάλυψη σκανδάλου με μεγάλες επιπτώσεις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ατομική βόμβα
- βόμβα ναπάλμ
- θερμοπυρηνική βόμβα
- πυρηνική βόμβα
[επεξεργασία]
θέμα μπομπ-
- → δείτε τη λέξη μπόμπα
θέμα βομβ-
- αβομβάρδιστος
- ατομοβόμβα
- βομβάρδα / μπομπάρδα
- βομβαρδίζω, βομβαρδίζομαι
- βομβάρδισμα
- βομβαρδισμένος
- βομβαρδισμός
- βομβαρδοβολώ
- βομβιστής, βομβίστρια
- βομβαρδιστής
- βομβαρδιστικό
- βομβαρδιστικός
- βομβίδα
- βομβιδοβόλο
- βομβιστικός
- βομβοβόλο
- βομβόπληκτος
- οπλοβομβίδα
- οπλοβομβιδοβόλο
- οπλοβομβιστής
- σεξοβόμβα
- τηλεβόμβα
- υδρογονοβόμβα
- υπερβόμβα
- χειροβομβίδα
- χειροβομβιστής
→ και δείτε τη λέξη βόμβος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βόμβα
[επεξεργασία]
- ↑ βόμβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.