βόμβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βόμβα οι βόμβες
      γενική της βόμβας των βομβών
    αιτιατική τη βόμβα τις βόμβες
     κλητική βόμβα βόμβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τρεις βόμβες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βόμβα < μπόμπα με λόγια υπερδιόρθωση < ιταλική bomba [1] και δείτε μπόμπα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvoɱ.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βόμ‐βα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βόμβα θηλυκό

  1. (οπλισμός) συσκευή γεμάτη εκρηκτικά, χρησιμοποιούμενη για την καταστροφή πραγμάτων
  2. (μεταφορικά) καταστροφή, ξαφνική αποκάλυψη σκανδάλου με μεγάλες επιπτώσεις

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα μπομπ-

θέμα βομβ-

→ και δείτε τη λέξη βόμβος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]