μπομπάρδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπομπάρδα | οι | μπομπάρδες |
γενική | της | μπομπάρδας | — | |
αιτιατική | την | μπομπάρδα | τις | μπομπάρδες |
κλητική | μπομπάρδα | μπομπάρδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπομπάρδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπομπάρδα < ιταλική bombarda [1] < μεσαιωνική ή υστερολατινική bombarda (καταπέλτης), θηλυκό του bombardus παράγωγο του < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (αντιδάνειο) [2]

Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /bomˈbaɾ.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπο‐μπάρ‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπομπάρδα θηλυκό
- (ιστορία, οπλισμός) λιθοβόλο κανόνι της μεσαιωνικής εποχής που πετούσε βλήματα στα τείχη πολιουρκούμενης πόλης με σκοπό να προκαλέσει ρήγματα
- (ιστορία, ναυτικός όρος) παλιότερος τύπος πλοίου με κανόνια
- άλλες μορφές: βομβάρδα (καθαρεύουσα)
- (παρωχημένο, μουσικό όργανο) μεσαιωνικό πνευστό μουσικό όργανο που έμοιαζε με όμποε ή φαγκότο
- (μουσικό όργανο) βαλβίδα, πιστόνι ή ρετζίστρο του εκκλησιαστικού οργάνου που ελέγχει την παραγωγή συγκεκριμένου χαρακτηριστικού ηχοχρώματος που θυμίζει από ομάδα αυλών (σωλήνων)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σημασία κανόνι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπομπάρδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ λομπάρδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπομπάρδα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bombarda < { μεσαιωνική ή υστερολατινική bombarda (καταπέλτης), θηλυκό του bombardus παράγωγο του < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (αντιδάνειο) [1] Συγκρίνετε με το λομπάρδα.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπομπάρδα θηλυκό
- (οπλισμός) η μπομπάρδα, λιθοβόλο κανόνι με το οποίο έριχναν πέτρες ή άλλα βλήματα
- το βλήμα ή η βολή με τέτοιο όπλο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- μπομπαρδάρης, μπομπαρδιέρης
- μπομπαρδέα, μπουμπαρδέα
- μπομπαρδοχαλασμένος
- → και δείτε τη λέξη μπόμπα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- μπομπάρδα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντιδάνεια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Οπλισμός (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)