πιστόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιστόνι | τα | πιστόνια |
γενική | του | πιστονιού | των | πιστονιών |
αιτιατική | το | πιστόνι | τα | πιστόνια |
κλητική | πιστόνι | πιστόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιστόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική piston + -ι < ιταλική pistone (γουδοχέρι)[1] < λατινική pistare < pinso [2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /piˈsto.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐στό‐νι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιστόνι ουδέτερο
- το έμβολο που κινείται μέσα στον κύλινδρο μηχανών εσωτερικής καύσης
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιστόνι
[επεξεργασία]
- ↑ πιστόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ piston στο αγγλικό Βικιλεξικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)