λουμπάρδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λουμπάρδα < μεσαιωνική ελληνική λομπάρδα[1] / λουμπάρδα[1] / λουρπάρδα[1] < ισπανική lombarda[1] [2], θηλυκό του lombardo < υστερολατινική Longobardus / Longobardi < πρωτογερμανική *langaz (μακρύς) + *bardaz (γένι) ή *bardǭ / *barduz (τσεκούρι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λουμπάρδα θηλυκό
- (παρωχημένο, ιστορία) κανόνι
- άλλες μορφές: μπομπάρδα
- (παρωχημένο, σπάνιο) οι οδικές σήραγγες ή τούνελ που άνοιγαν οι μηχανικοί στα βουνά με ανατινάξεις βράχων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Η παραλία Λουμπάρδας ή Λομβάρδας ανήκει στο δήμο Κορωπίου, την Αττική
- Η σήραγγα μετά τη Βάρκιζα και πριν από την Αγία Μαρίνα, στην παραλιακή λεωφόρο Αθηνών-Σουνίου, λέγεται Λουμπάρδα αλλά και τρύπα του Καραμανλή επειδή ο δρόμος ανοίχτηκε επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 λουμπάρδα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ λουμπάρδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)