σήραγγα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σήραγγα | οι | σήραγγες |
γενική | της | σήραγγας | των | σηράγγων |
αιτιατική | τη | σήραγγα | τις | σήραγγες |
κλητική | σήραγγα | σήραγγες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σήραγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σῆραγξ (σπήλαιο, κούφιος βράχος), από την αιτιατική «τὴν σήραγγα», σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική tunnel[1] Δείτε και την αρχαία μετοχή σεσηρώς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsi.ɾaŋ.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σή‐ραγ‐γα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σήραγγα θηλυκό
- υπόγειος δρόμος ή διάβαση που επιτρέπει να διασχίσει κανείς ένα βουνό, έναν λόφο ή ακόμα να περάσει κάτω από ένα ποτάμι
- μεγάλος αγωγός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σήραγγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σήραγγα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)