tunnel
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tunnel | tunnels |
tunnel (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | tunnel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tunnels |
αόριστος | tunnelled (ΗΒ), tunneled (ΗΠΑ) |
παθητική μετοχή | tunnelled (ΗΒ), tunneled (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | tunnelling (ΗΒ), tunneling (ΗΠΑ) |
tunnel (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- ανοίγω τούνελ
- ⮡ The engineers had to tunnel (their way) through solid rock.
- Οι μηχανικοί έπρεπε να ανοίξουν τούνελ μέσα από συμπαγή βράχο.
- ⮡ The engineers had to tunnel (their way) through solid rock.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tunnel (fr) αρσενικό