Λουμπαρδιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λουμπαρδάρης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λουμπαρδιάρης οι Λουμπαρδιάρηδες
      γενική του Λουμπαρδιάρη των Λουμπαρδιάρηδων
    αιτιατική τον Λουμπαρδιάρη τους Λουμπαρδιάρηδες
     κλητική Λουμπαρδιάρη Λουμπαρδιάρηδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λουμπαρδιάρης < λουμπάρδ(α) + -ιάρης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lum.baɾˈðʝa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λου‐μπαρ‐διά‐ρης

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λουμπαρδιάρης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]