Λομβαρδός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Λομβαρδός < μεσαιωνική ελληνική Λουμπάρδος / Λογγόβαρδοι < υστερολατινική Longobardus / Longobardi < πρωτογερμανική *langaz (μακρύς) + *bardaz (γένι) ή *bardǭ / *barduz (τσεκούρι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lom.varˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λομ‐βαρ‐δός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Λομβαρδός αρσενικό
- μέλος γερμανικής φυλής που κατέκτησε τμήμα της Ιταλίας γύρω στο 570 μ.Χ. αιώνα και αναμείχθηκε με τους ντόπιους
- κάτοικος της Λομβαρδίας, περιοχής στη βόρειο Ιταλία, στα σύνορα με την Ελβετία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Λομβαρδή
- Λομβαρδία
- λομβαρδικός
- → δείτε τις λέξεις λουμπάρδα και Λουμπαρδιάρης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)