μπόμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μπόμπα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπόμπα οι μπόμπες
      γενική της μπόμπας
    αιτιατική την μπόμπα τις μπόμπες
     κλητική μπόμπα μπόμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bomba[1] < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (αντιδάνειο) < (ηχομιμητική λέξη) [2] Δείτε και βόμβα και το μεσαιωνικό μπόμπα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbom.ba/ & /ˈbo.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπό‐μπα
ομόηχο: Μπόμπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπόμπα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η βόμβα
  2. (αργκό, ποτό) νοθευμένο αλκοολούχο ποτό
  3. (γαστρονομία) είδος πολλαπλού σάντουιτς με πολλά στρώματα ψωμιού, συνήθως σε κυλινδρικό σχήμα
  4. (αργκό) (επιθετικοποιημένο) καταπληκτικός, πολύ καλός
     συνώνυμα: τούμπανο, σούπερ
  5. (ιδιωματικό) το μεγάλο βαρέλι για αέρια ή υγρά

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα βομβ-

θέμα μπομπ-

δε σχετίζονται

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μπόμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «βόμβα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bomba. Συγκρίνετε με το νεοελληνικό μπόμπα και βόμβα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπόμπα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • για το θέμα βομβ-, → δείτε τη λέξη βομβή

Πηγές[επεξεργασία]