μπόμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπόμπα | οι | μπόμπες |
γενική | της | μπόμπας | — | |
αιτιατική | την | μπόμπα | τις | μπόμπες |
κλητική | μπόμπα | μπόμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bomba[1] < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (αντιδάνειο) < (ηχομιμητική λέξη) [2] Δείτε και βόμβα και το μεσαιωνικό μπόμπα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbom.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπό‐μπα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπόμπα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η βόμβα
- (αργκό, ποτό) νοθευμένο αλκοολούχο ποτό
- (γαστρονομία) είδος πολλαπλού σάντουιτς με πολλά στρώματα ψωμιού, συνήθως σε κυλινδρικό σχήμα
[επεξεργασία]
θέμα βομβ-
θέμα μπομπ-
δε σχετίζονται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βόμβα
→ δείτε τη λέξη βόμβα |
είδος σάντουιτς
|
[επεξεργασία]
- ↑ μπόμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ «βόμβα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bomba. Συγκρίνετε με το νεοελληνικό μπόμπα και βόμβα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπόμπα θηλυκό
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- για το θέμα βομβ-, → δείτε τη λέξη βομβή
Πηγές[επεξεργασία]
- μπόμπα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Οπλισμός (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)