μπόμπες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μπόμπες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μπόμπα· άλλη μορφή του βόμβες
μπόμπες θηλυκό