Μετάβαση στο περιεχόμενο

μπομπίνα

Από Βικιλεξικό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπομπίνα οι μπομπίνες
      γενική της μπομπίνας των μπομπινών
    αιτιατική την μπομπίνα τις μπομπίνες
     κλητική μπομπίνα μπομπίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπομπίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bobina [1] < γαλλική bobine [2]
Διαφόρων ειδών μπομπίνες (2)
Μπομπίνα κινηματογραφικής ταινίας.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bomˈbi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπο‐μπί‐να

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπομπίνα θηλυκό

  1. το καρούλι
  2. (ειδικότερα) το καρούλι που στενεύει στη μία άκρη και δεν είναι πεπλατυσμένο στη μικρή ή και στις δύο άκρες
  3. καρούλι γύρω από το οποίο είναι τυλιγμένο κινηματογραφικό φιλμ
  4. (κατ’ επέκταση) η συνήθης ποσότητα υλικού που τυλίγεται στην μπομπίνα ως μονάδα μέτρησης
    για να τα ράψω όλα αυτά θα πρέπει να χαλάσω πέντε μπομπίνες κλωστή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]