ναπάλμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναπάλμ < αγγλική na(phtenate) + palm(itate)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναπάλμ ουδέτερο άκλιτο
- βενζίνη που έχει στερεοποιηθεί χάρη σε άλας παλμιτικού νατρίου ή αλουμινίου, και χρησιμεύει στην κατασκευή εμπρηστικών βομβών