βομβαρδίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /voɱ.vaɾˈði.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βομ‐βαρ‐δί‐ζο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βομβαρδίζομαι, π.αόρ.: βομβαρδίστηκα, μτχ.π.π.: βομβαρδισμένος