βομβαρδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βομβαρδίζω < (οπτικό δάνειο) γαλλική bombard(er) + -ίζω [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /voɱ.vaɾˈði.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βομ‐βαρ‐δί‐ζω

βομβαρδίζω, αόρ.: βομβάρδισα, παθ.φωνή: βομβαρδίζομαι, π.αόρ.: βομβαρδίστηκα, μτχ.π.π.: βομβαρδισμένος

  1. επιτίθεμαι ρίχνοντας βόμβες ή βλήματα
  2. (φυσική) ρίχνω στοιχειώδη σωματίδια
  3. (ιατρική) ρίχνω ακτίνες (όπως επάνω σε όγκους)
  4. (μεταφορικά) επαναλαμβάνω ξανά και ξανά
    ⮡  Μας βομβαρδίζει με ερωτήσεις.
     συνώνυμα: σφυροκοπώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις βόμβα και βόμβος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]