βομβαρδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βομβαρδίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
βομβαρδίζω
- Επιτίθεμαι χρησιμοποιώντας βόμβες.
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βομβαρδίζω | βομβάρδιζα | θα βομβαρδίζω | να βομβαρδίζω | βομβαρδίζοντας | |
β' ενικ. | βομβαρδίζεις | βομβάρδιζες | θα βομβαρδίζεις | να βομβαρδίζεις | βομβάρδιζε | |
γ' ενικ. | βομβαρδίζει | βομβάρδιζε | θα βομβαρδίζει | να βομβαρδίζει | ||
α' πληθ. | βομβαρδίζουμε | βομβαρδίζαμε | θα βομβαρδίζουμε | να βομβαρδίζουμε | ||
β' πληθ. | βομβαρδίζετε | βομβαρδίζατε | θα βομβαρδίζετε | να βομβαρδίζετε | βομβαρδίζετε | |
γ' πληθ. | βομβαρδίζουν(ε) | βομβάρδιζαν βομβαρδίζαν(ε) |
θα βομβαρδίζουν(ε) | να βομβαρδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βομβάρδισα | θα βομβαρδίσω | να βομβαρδίσω | βομβαρδίσει | ||
β' ενικ. | βομβάρδισες | θα βομβαρδίσεις | να βομβαρδίσεις | βομβάρδισε | ||
γ' ενικ. | βομβάρδισε | θα βομβαρδίσει | να βομβαρδίσει | |||
α' πληθ. | βομβαρδίσαμε | θα βομβαρδίσουμε | να βομβαρδίσουμε | |||
β' πληθ. | βομβαρδίσατε | θα βομβαρδίσετε | να βομβαρδίσετε | βομβαρδίστε | ||
γ' πληθ. | βομβάρδισαν βομβαρδίσαν(ε) |
θα βομβαρδίσουν(ε) | να βομβαρδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βομβαρδίσει | είχα βομβαρδίσει | θα έχω βομβαρδίσει | να έχω βομβαρδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βομβαρδίσει | είχες βομβαρδίσει | θα έχεις βομβαρδίσει | να έχεις βομβαρδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βομβαρδίσει | είχε βομβαρδίσει | θα έχει βομβαρδίσει | να έχει βομβαρδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βομβαρδίσει | είχαμε βομβαρδίσει | θα έχουμε βομβαρδίσει | να έχουμε βομβαρδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βομβαρδίσει | είχατε βομβαρδίσει | θα έχετε βομβαρδίσει | να έχετε βομβαρδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βομβαρδίσει | είχαν βομβαρδίσει | θα έχουν βομβαρδίσει | να έχουν βομβαρδίσει |
|