στοιχειώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοιχειώδης < αρχαία ελληνική στοιχειώδης < στοιχεῖον < στοῖχος < πρωτοελληνική *stóikʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stóygʰ-os < *steygʰ- (πηγαίνω) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική élémentaire[1])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sti.çiˈo.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /sti.çiˈo.ðes/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
στοιχειώδης, -ης, -ες
- ο ελάχιστος αναγκαίος, βασικός, θεμελιώδης
- πολλά παιδιά στον πλανήτη μας δεν απολαμβάνουν τα στοιχειώδη αγαθά που μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους για επιβίωση
- που αποτελεί τη βάση μιας γνωστικής ή εκπαιδευτικής δομής
- η στοιχειώδης εκπαίδευση, το δημοτικό σχολείο παρέχει τις στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνωσης και αρίθμησης
- ελάχιστος και μη επαρκής
- πώς να μιλήσω στους Εγγλέζους με τα στοιχειώδη αγγλικά μου;
- για τα θεμελιώδη υποατομικά σωματίδια
[επεξεργασία]
- στοιχειωδώς
- → δείτε τη λέξη στοιχείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοιχειώδης
- ↑ στοιχειώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)