élémentaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- élémentaire < λατινική elementarius
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
élémentaire | élémentaires |
élémentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό