élément
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
élément | éléments |
élément (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
élément | éléments |
élément (fr) αρσενικό