Μετάβαση στο περιεχόμενο

élément

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
élément < λατινική elementum

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
élément éléments

élément (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]