rudimentaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rudimentaire | rudimentaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
rudimentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
rudimentaire | rudimentaires |
rudimentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό