συνεχής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συνεχής | η | συνεχής | το | συνεχές |
γενική | του | συνεχούς | της | συνεχούς | του | συνεχούς |
αιτιατική | τον | συνεχή | τη | συνεχή | το | συνεχές |
κλητική | συνεχή(ς) | συνεχής | συνεχές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συνεχείς | οι | συνεχείς | τα | συνεχή |
γενική | των | συνεχών | των | συνεχών | των | συνεχών |
αιτιατική | τους | συνεχείς | τις | συνεχείς | τα | συνεχή |
κλητική | συνεχείς | συνεχείς | συνεχή | |||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεχής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεχής < συνέχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.neˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νε‐χής
- ομόηχο: συνεχείς
Επίθετο[επεξεργασία]
συνεχής
- αυτός που δεν έχει διακοπές, αυτός που συμβαίνει αδιαλείπτως.
- ο συνεχόμενος
- ο συνδεόμενος
- αυτός που επικοινωνεί με άλλους χώρους ή καταστάσεις (συνεχή δωμάτια)
- που μπορεί να πάρει οποιαδήποτε τιμή μέσα σε ένα ευρύ πεδίο συνεχών τιμών
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | συνεχής | τὸ | συνεχές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | συνεχοῦς | τοῦ | συνεχοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | συνεχεῖ | τῷ | συνεχεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | συνεχῆ | τὸ | συνεχές | ||
κλητική ὦ! | συνεχές | συνεχές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | συνεχεῖς | τὰ | συνεχῆ | ||
γενική | τῶν | συνεχῶν | τῶν | συνεχῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | συνεχέσῐ(ν) | τοῖς | συνεχέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | συνεχεῖς | τὰ | συνεχῆ | ||
κλητική ὦ! | συνεχεῖς | συνεχῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνεχεῖ | τὼ | συνεχεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνεχοῖν | τοῖν | συνεχοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεχής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
συνεχής, -ής, -ές
Πηγές[επεξεργασία]
- συνεχής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνεχής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)