συνεχής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεχής < αρχαία ελληνική συνεχής < συνέχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.nɛˈçis/
- συλλαβισμός : συ‐νε‐χής
- ομόηχο: συνεχείς
Επίθετο[επεξεργασία]
συνεχής
- αυτός που δεν έχει διακοπές, αυτός που συμβαίνει αδιαλείπτως.
- ο συνεχόμενος
- ο συνδεόμενος
- αυτός που επικοινωνεί με άλλους χώρους ή καταστάσεις (συνεχή δωμάτια)
- που μπορεί να πάρει οποιαδήποτε τιμή μέσα σε ένα ευρύ πεδίο συνεχών τιμών
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ συνεχής | τὸ συνεχές | οἱ, αἱ συνεχεῖς | τὰ συνεχῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς συνεχοῦς | τοῦ συνεχοῦς | τῶν συνεχῶν | τῶν συνεχῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ συνεχεῖ | τῷ συνεχεῖ | τοῖς, ταῖς συνεχέσι(ν) | τοῖς συνεχέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν συνεχῆ | τὸ συνεχές | τοὺς, τὰς συνεχεῖς | τὰ συνεχῆ |
Κλητική | συνεχές | συνεχές | συνεχεῖς | συνεχῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | συνεχεῖ | |||
Γενική-Δοτική | συνεχοῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεχής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
συνεχής, -ής, -ές
Πηγές[επεξεργασία]
- συνεχής στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «συνεχής» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «συνεχής»
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)