consécutif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | consécutif | consécutifs |
θηλυκό | consécutive | consécutives |
Επίθετο
[επεξεργασία]consécutif (fr)
- συνεχής, συναπτός
- pour le troisième jour consécutif... - για τρίτη συνεχή μέρα...
- διαδοχικός
- deux côtés consécutifs d'un polygone - δύο διαδοχικές πλευρές ενός πολυγώνου
- επακόλουθος, αλληλοδιάδοχος