Μετάβαση στο περιεχόμενο

consécutif

Από Βικιλεξικό
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό consécutif consécutifs
θηλυκό consécutive consécutives

Επίθετο

[επεξεργασία]

consécutif (fr)

  1. συνεχής, συναπτός
    pour le troisième jour consécutif... - για τρίτη συνεχή μέρα...
  2. διαδοχικός
    deux côtés consécutifs d'un polygone - δύο διαδοχικές πλευρές ενός πολυγώνου
  3. επακόλουθος, αλληλοδιάδοχος