βόμβο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvoɱ.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βόμ‐βο
- τονικό παρώνυμο: βομβώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βόμβο αρσενικό