κομπορρήμονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομπορρήμονας οι κομπορρήμονες
      γενική του κομπορρήμονα των κομπορρημόνων
    αιτιατική τον κομπορρήμονα τους κομπορρήμονες
     κλητική κομπορρήμονα κομπορρήμονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομπορρήμονας < κομπορρήμ(ων) + -ονας < αιτιατική κομπορρήμονα του επιθέτου στη μεσαιωνική ελληνική κομπορρήμων[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομπορρήμονας αρσενικό (για τα άλλα γένη, δείτε κομπορρήμων)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]