κομπορρήμονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομπορρήμονας < κομπορρήμ(ων) + -ονας < αιτιατική κομπορρήμονα του επιθέτου στη μεσαιωνική ελληνική κομπορρήμων[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομπορρήμονας αρσενικό (για τα άλλα γένη, δείτε κομπορρήμων)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κομπορρήμονας
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κομπορρήμονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας