κομπολόι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομπολόι τα κομπολόια
      γενική του κομπολοϊού των κομπολοϊών
    αιτιατική το κομπολόι τα κομπολόια
     κλητική κομπολόι κομπολόια
Οι καταλήξεις -ϊού, -ια, -ϊών προφέρονται ως δίφθογγοι.
Κατηγορία όπως «ρολόι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομπολόι τα κομπολόγια
      γενική του κομπολογιού των κομπολογιών
    αιτιατική το κομπολόι τα κομπολόγια
     κλητική κομπολόι κομπολόγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Δείτε και την κλίση κομπολόγι.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομπολόι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κομπολόγι, αναλύεται σε κόμπ(ος) + -ο- + -λόι
Τέσσερα κομπολόγια.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομπολόι ουδέτερο

  • αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την απασχόληση των χεριών, αποτελούμενο από χάντρες διάφορων υλικών (ξύλου, ηλέκτρου, κ.α.) σε σχοινί με τις άκρες δεμένες μαζί· η αργή μετακίνηση των χαντρών και ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνουν οι χάντρες χτυπώντας η μία την άλλη δημιουργούν ευχαρίστηση και ηρεμία στον παίκτη του

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κόμπος και λέγω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]