κομπιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κομπιάζω < κόμπος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /komˈbʝa.zo/

κομπιάζω

  1. δυσκολεύομαι να μιλήσω ή να κάνω ανάγνωση με συνεχή ροή λόγου ή εκφράζομαι κάνοντας παύσεις ή διακοπές, λόγω φυσικής αδυναμίας ή συναισθηματικής φόρτισης
     συνώνυμα: τραυλίζω
  2. δυσκολεύομαι να καταπιώ
  3. (για φυτά) αποκτώ κόμπους, βγάζω μπουμπούκια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]