Μετάβαση στο περιεχόμενο

θορυβοποιός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θορυβοποιός η θορυβοποιός
& θορυβοποιά
το θορυβοποιό
      γενική του θορυβοποιού της θορυβοποιού
& θορυβοποιάς
του θορυβοποιού
    αιτιατική τον θορυβοποιό τη θορυβοποιό
& θορυβοποιά
το θορυβοποιό
     κλητική θορυβοποιέ θορυβοποιέ
& θορυβοποιά
θορυβοποιό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θορυβοποιοί οι θορυβοποιοί
& θορυβοποιές
τα θορυβοποιά
      γενική των θορυβοποιών των θορυβοποιών των θορυβοποιών
    αιτιατική τους θορυβοποιούς τις θορυβοποιούς
& θορυβοποιές
τα θορυβοποιά
     κλητική θορυβοποιοί θορυβοποιοί
& θορυβοποιές
θορυβοποιά
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «φθοροποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θορυβοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θορυβοποιός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε θόρυβ(ος) + -ο- + -ποιός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θo.ɾi.vo.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θορυβοποιός

Επίθετο

[επεξεργασία]

θορυβοποιός, -ός/-ά, -ό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θορυβοποιός < θορυβο(ποιέω) + -ποιός. Μορφολογικά αναλύεται σε θόρυβ(ος) + -ο- + -ποιός

Επίθετο

[επεξεργασία]

θορυβοποιός, -ός, -όν