έκφραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκφραση | οι | εκφράσεις |
γενική | της | έκφρασης* | των | εκφράσεων |
αιτιατική | την | έκφραση | τις | εκφράσεις |
κλητική | έκφραση | εκφράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκφραση < αρχαία ελληνική ἔκφρασις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈek.fɾa.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έκφραση θηλυκό
- (γλώσσα, λόγος) καθιερωμένη, στερεότυπη περίφραση, σύνολο λέξεων ή λέξη με ειδική σημασία
- → δείτε τη λέξη ιδιωτισμός (γλωσσολογία)
- (μαθηματικά, πληροφορική) σειρά από τελεστές και τελεστέους, που απαιτούν υπολογισμούς μεταξύ τους ώστε να δώσουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα (τιμή ή ομάδα τιμών)
- ⮡ Οι εκφράσεις της σχεσιακής άλγεβρας παρέχουν έναν τρόπο για την ανάκτηση πληροφορίας από μια σχεσιακή βάση δεδομένων.[1]
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έκφραση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 59, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04