δοῦπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δοῦπος οἱ δοῦποι
      γενική τοῦ δούπου τῶν δούπων
      δοτική τῷ δούπ τοῖς δούποις
    αιτιατική τὸν δοῦπον τοὺς δούπους
     κλητική ! δοῦπε δοῦποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δούπω
γεν-δοτ τοῖν  δούποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοῦπος < λείπει η ετυμολογία (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δοῦπος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]