boxon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
boxon (fr) αρσενικό (οικείο), (χυδαίο)
- το μπορντέλο, το μπουρδέλο, το πορνείο
- η μεγάλη ακαταστασία