λουλούδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουλούδι | τα | λουλούδια |
γενική | του | λουλουδιού | των | λουλουδιών |
αιτιατική | το | λουλούδι | τα | λουλούδια |
κλητική | λουλούδι | λουλούδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λουλούδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λουλούδι(ν) < [1][2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /luˈlu.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐λού‐δι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λουλούδι ουδέτερο
- (βοτανική) το μέρος του φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα αναπαραγωγής του, τα πέταλα και σέπαλα και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός μετά τη γονιμοποίηση, το άνθος
- ↪ Η τριανταφυλλιά έβγαλε τα πρώτα της λουλούδια.
- (βοτανική) ανθοφόρο φυτό
- ↪ φυτεύω λουλούδια
- (μεταφορικά για άνθρωπο)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- λήγουν σε -λούλουδο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λουλούδι
|
[επεξεργασία]
- ↑ λουλούδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούδι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)