αθώος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αθώος | η | αθώα | το | αθώο |
| γενική | του | αθώου | της | αθώας | του | αθώου |
| αιτιατική | τον | αθώο | την | αθώα | το | αθώο |
| κλητική | αθώε | αθώα | αθώο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αθώοι | οι | αθώες | τα | αθώα |
| γενική | των | αθώων | των | αθώων | των | αθώων |
| αιτιατική | τους | αθώους | τις | αθώες | τα | αθώα |
| κλητική | αθώοι | αθώες | αθώα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθώος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθῷος
- σημασία «αγνός, ανίδεος» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική innocent [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈθo.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θώ‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]αθώος, -α, -ο
- που δεν είναι υπεύθυνος για πράξη κακή, ανάρμοστη ή εγκληματική
- αγνός που δεν έχει μέσα του κακία ή υστεροβουλία
- (ειρωνικό) ανίδεος, άσχετος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αθώος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αθώος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)