άσχετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άσχετος < στερητικό -α + σχέση + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
άσχετος αρσενικό, άσχετη θηλυκό, άσχετο ουδέτερο
- Αυτός που δεν έχει σχέση, δεν συνδέεται, δεν σχετίζεται με το αντικείμενο της συζήτησης.
- Αυτό που λες είναι άσχετο. Μην προσπαθείς να αποπροσανατολίσεις τη συζήτηση.
- Αυτός που δεν έχει γνώση ενός θέματος, ο αδαής.
- Τι λέει, ρε, ο άσχετος!
[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν έχει σχέση
|