συσχετίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συσχετίζω < (μαρτυρείται από το 1854) (συν-) συ- + σχετίζω (σχέση + -ίζω), (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική corréler

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.sçeˈti.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

συσχετίζω, αόρ.: συσχέτισα, παθ.φωνή: συσχετίζομαι, π.αόρ.: συσχετίστηκα/συσχετίσθηκα, μτχ.π.π.: συσχετισμένος

Ο αρχαιολόγος συσχέτισε τα θραύσματα αναγλύφου που βρέθηκαν στην ανασκαφή με την επιτύμβια στήλη που είχε έρθει στο φως το προηγούμενο έτος.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]