associate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
associate (en)
- συνδεδεμένος, χωρίς πλήρη δικαιώματα ή προνόμια
- associate member - συνδεδεμένο μέλος
- associate professor - αναπληρωτής καθηγητής
- πρόσεδρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
associate (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
associate (en)
- (αμετάβατο) συνενώνομαι
- (αμετάβατο) κάνω παρέα, έχω κοινωνικές σχέσεις
- (μεταβατικό) συμμετέχω ως συνεταίρος, φίλος, σύμμαχος
- συνδέω
- συσχετίζω στο μυαλό μου ή τη φαντασία μου
κατάλληλες προθέσεις[επεξεργασία]
το to είναι επίσης σωστό, όμως το with είναι η νοηματικά βέλτιστη επιλογή
- associate with
- associate to