relate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | relate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relates |
αόριστος | related |
παθητική μετοχή | related |
ενεργητική μετοχή | relating |
Ρήμα
[επεξεργασία]relate (en)
- συσχετίζω, δείχνω μια σύνδεση μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων
- (επίσημο) αφηγούμαι, δίνω μια προφορική ή γραπτή αναφορά για κάτι· λέω μια ιστορία
- ⮡ She related her adventures.
- Αφηγήθηκε τις περιπέτειές της.
- ⮡ She related her adventures.